COVID-19: Κορονοϊός και δημοκρατική ευθύνη

img

Από το προηγούμενο άρθρο μου στις 14.03 έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες. Τότε, η αφορμή ήταν το ξέσπασμα της πανδημίας και οι πρώτες ανακοινώσεις διαφόρων κυβερνήσεων για το επικείμενο lockdown.

Ανασκόπηση – Ανταπόκριση

Τότε όλοι σπεύσαμε να υποστηρίξουμε τα μέτρα ασφαλείας, ασπαζόμενοι τη λογική τους – εκείνη τουλάχιστον τη λογική που επικοινωνήθηκε επισήμως από τους περισσότερους πολιτικούς και από άλλους αρμόδιους φορείς – παγκοσμίως – και η οποία βρισκόταν, πάνω κάτω, στο ίδιο μήκος κύματος.

Για παράδειγμα, η Καγκελάριος Merkel μίλησε στις 11.03 για την πανδημία, σε συνέντευξη τύπου που όλοι ανέμεναν με κομμένη την ανάσα. Η συνέντευξή της έλαβε χώρα μία μέρα μετά την τηλεδιάσκεψη των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνοψίζοντας τα λόγια της, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, η Καγκελάριος είπε τότε τα εξής:

Οι επιστήμονες υπολογίζουν ότι 60% με 70% του πληθυσμού αργά ή γρήγορα θα νοσήσει. Δεν υπάρχει θεραπεία ή εμβόλιο. Η άμεση προτεραιότητα μας είναι να κερδίσουμε χρόνο, για να προστατεύσουμε ευπαθείς ομάδες και να αποτρέψουμε μια ενδεχόμενη υπερφόρτωση του συστήματος υγείας. Τα μέτρα που λαμβάνονται αυτή τη στιγμή έχουν τη λογική αυτή και καλό θα ήταν να συμβάλλουμε όλοι προς μια τέτοια κατεύθυνση.


Από τότε μέχρι σήμερα μεσολάβησαν αλλεπάλληλες συνεντεύξεις τύπου, πλειοδοσία – και σχεδόν ανταγωνισμός μεταξύ πολλών χωρών – για τα πιο αποτελεσματικά μέτρα, ώστε να σταματήσει η εξάπλωση του ιού. Πολιτικοί και ολόκληρα κράτη που είτε πρότειναν είτε επέλεξαν μια πιο ήπια γραμμή βρέθηκαν αντιμέτωποι με «βολές κατά ριπάς», από την πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης.

Παρ’ όλα αυτά, στις 27.04, ο αρχισυντάκτης της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία γερμανικής εφημερίδας “Bild” και στενότερος ως τότε δημοσιογραφικός σύμμαχος της Καγκελαρίου, Julian Reichelt, δημοσίευσε αιφνιδίως μια βιντεοσκοπημένη ομιλία του, η οποία παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μεταφέρω ένα απόσπασμά της…

Στην κρίση του κορωναϊού μόνο δύο πράγματα είναι σίγουρα:

Πρώτον, αν τα μέτρα ήταν σωστά ή λανθασμένα, κατάλληλα ή υπερβολικά, θα το μάθουμε μόνο από τα βιβλία της ιστορίας. Το αν η κρίση του κορωναϊού θα μείνει στην ιστορία ως μια κρίση υγειονομική ή ως κρίση κατάρρευσης της οικονομίας, αυτό παραμένει εντελώς ανοιχτό. Είναι δυνατόν – αλλά σε καμία περίπτωση βέβαιο – ότι ορθό είναι εκείνο που νομίζει ως τέτοιο η μεγάλη πλειοψηφία. Δεν υπάρχει ωστόσο καμία «ανοσία αγέλης», μπροστά στο ιστορικό ενδεχόμενο να πέφτουμε καταστροφικά έξω.

Δεύτερον, σχεδόν όλοι οι ειδικοί, τους οποίους αναγκαστήκαμε να εμπιστευτούμε σε αυτή την κρίση, έκαναν σε -σχεδόν- όλες τις εκτιμήσεις τους τόσο λάθος, που η πίστη μας σε αυτούς μόνο με την απελπισία μας θα μπορούσε να εξηγηθεί. Η χρήση μάσκας αρχικά δαιμονοποιήθηκε – τώρα είναι υποχρεωτική, μας προειδοποίησαν να κλείσουμε σχολεία και παιδικούς σταθμούς – τώρα εκατομμύρια παιδιά είναι έγκλειστα εδώ και εβδομάδες στο σπίτι, μας είπαν ότι είναι άχρηστο να κλείσουμε τα σύνορα – τώρα κανείς δεν μπορεί πλέον να έρθει στη χώρα, μας προειδοποίησαν ότι παρά τα όποια μέτρα, το σύστημα υγείας απειλείται με άμεση κατάρρευση – τώρα στους άδειους διαδρόμους των νοσοκομείων επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή και ο φόβος του προσωπικού τους για την ανεργία.

Το Ινστιτούτο Robert Koch μας απέτρεψε από νεκροψίες θυμάτων του ιού – οι ιατροδικαστές που, παρ’ όλα αυτά, τις διενήργησαν, μας λένε ότι στο μεγαλύτερο ποσοστό οι θάνατοι δεν οφείλονται στον ιό. Αθλητικές εγκαταστάσεις σε όλη τη χώρα έπρεπε να κλείσουν, σε μερικές πόλεις το τένις απαγορεύτηκε και σε άλλες όχι, ενώ υποτίθεται ότι μπορεί να είναι και θανατηφόρο…
Αυτό όμως που μου προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία είναι το γεγονός ότι η οικονομία έχει πληγεί σε τόσο μεγάλο βαθμό – και μερικώς ανεπανόρθωτα – που καθιστά πλέον αδύνατο για την κυβέρνησή μας να παραδεχτεί το ενδεχόμενο να υπερέβαλε.

Οι ειδικοί «πρέπει» να έχουν δίκιο, γιατί δεν «επιτρέπεται» να κάνουν λάθος. Η καταστροφή της οικονομίας από επιπολαιότητα θα ήταν για τα πολιτικά κόμματα -αν όχι και για τη δημοκρατία- κάτι που θα μπορούσε να σημάνει το τέλος τους. Για το λόγο αυτό εισπράττουμε σήμερα αυξανόμενη ξεροκεφαλιά, πείσμα και ισχυρογνωμοσύνη.

….

Είναι καλή ιδέα για τη χώρα μας – ειδικά σε τόσο δύσκολους καιρούς – να υποτιμάς ή να γελοιοποιείς κάποιον που απλώς επιτρέπει στον εαυτό του να σκέφτεται διαφορετικά; Για κάθε πολιτικό που αγωνίζεται για χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων θα μπορούσε κάθε θάνατος από κορονοϊό να σημαίνει ένα εξαιρετικά υψηλό πολιτικό ρίσκο – να του πουν δηλαδή, «εσείς τον σκοτώσατε, κύριε ή κυρία τάδε» (να κατηγορηθεί ότι πήρε κάποια ζωή στο λαιμό του).

Για εκατομμύρια ανθρώπους ωστόσο είναι φρικτό, όταν εξαφανίζεται η δυνατότητά τους να επιβιώσουν οικονομικά, ενώ ταυτόχρονα δεν υφίστανται σχεδόν καθόλου θύματα της επιδημίας. Η πολιτική αρνείται την πικρή αλλά δυστυχώς αναπόφευκτη συζήτηση, μπροστά στην οποία μας φέρνει αναγκαστικά η απρόβλεπτη αυτή συγκυρία. Ότι το κράτος δεν επιτρέπεται ποτέ να ρισκάρει ανθρώπινες ζωές, έναντι κάποιου άλλου αγαθού είναι μια «ευγενής ιδέα», η οποία ωστόσο δεν έχει καμία σχέση με την έως τώρα πραγματικότητα. Ο Καγκελάριος Schmidt αποφάσισε, στο παρελθόν, να θυσιάσει τον Schleyer και η Καγκελάριος Merkel – χάριν των αδιαπραγμάτευτων αξιών μας – τους Γερμανούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν.

«Όταν ακούω ότι μπροστά στην προστασία της ανθρώπινης ζωής, οτιδήποτε άλλο έρχεται δεύτερο, πρέπει να πω ότι αυτό δεν είναι – σε αυτόν τον απόλυτο τουλάχιστον βαθμό – σωστό», δήλωσε ο πρόεδρος του Γερμανικού Κοινοβουλίου Wolfgang Schäuble, στην εφημερίδα Tagesspiegel. Εάν υπάρχει κάποια απόλυτη αξία στο Σύνταγμά μας -συνεχίζει ο Schäuble- τότε αυτή είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια – αυτή είναι απαραβίαστη. Αυτή δεν αποκλείει όμως το ενδεχόμενο του θανάτου. Μόνο οι ιδεολογίες γνωρίζουν την απολυτότητα. Η δύναμη της Δημοκρατίας έγκειται στο ότι αντέχει και τις πιο δυσάρεστες συζητήσεις – όταν όμως τις εμποδίζει, τότε καθίσταται περιττή. Το μοναδικό αδιέξοδο για τη Δημοκρατία είναι η αποφυγή της ανταλλαγής απόψεων.


Τα παραπάνω αποσπάσματα φέρουν τους σχετικούς συνδέσμους και καθένας με επαρκή γνώση της γερμανικής γλώσσας μπορεί να πιστοποιήσει την ακρίβεια της μετάφρασής τους στα ελληνικά.
Η εκτενής αναφορά μου στο κέντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων και την έντονη – αλλά απαραίτητη – δημόσια συζήτηση που λαμβάνει χώρα εκεί οφείλεται βασικά σε δύο λόγους. Από τη μία στην προεφηβική μου αγάπη για τη δημοσιογραφία και μια βαθύτατη σύνδεση με τη Γερμανία, την οποία θεωρώ και δεύτερη πατρίδα μου. Από την άλλη, στην θλίψη μου, επειδή μια τέτοια δημόσια συζήτηση στη χώρα μας σχεδόν «απαγορεύεται».

Η Ελλάδα και το Ψυχολογικό Σύνδρομο του «καλού παιδιού»

Ως ένα βαθμό ίσως, είναι κατανοητό γιατί πολλοί Έλληνες σήμερα παραμένουν σιωπηλοί, αποφεύγοντας ανοιχτές ενστάσεις, την πολιτική ζύμωση ή και την αντιπαράθεση (το «πολιτική», με την πολύ ευρύτερη έννοια), σχετικά με την αντιμετώπιση της επιδημίας. Την προηγούμενη δεκαετία, γνωρίσαμε την απογοήτευση, ενώ η οικονομική κρίση μας έμαθε -με το σκληρό τρόπο – την αξία της προσαρμογής σε δύσκολες συνθήκες. Και αυτό ήταν καλό. Ταυτόχρονα, μας «έμαθε» – δυστυχώς – ότι «δε βγαίνει τίποτα, όσο και να φωνάζεις» και άρα, καλύτερα «κάνε το μαλάκα, μη βρεις κάνα μπελά» ή για να μην πεινάσεις.

Βεβαίως αυτό δεν ισχύει το ίδιο για όλους και σαφώς αποτελεί μια γενίκευση, η οποία εμπεριέχει πολλές αποχρώσεις. Ούτε και θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι η προηγούμενη κρίση δεν περιείχε σημαντικά και απαραίτητα συλλογικά αλλά και ατομικά μαθήματα. Παρ’ όλα αυτά, με ψυχολογικούς όρους, στην ελληνική ψυχή φαίνεται να υπερισχύει ένα τραύμα, όπως εκείνο ενός μικρού παιδιού.., που μετά από τις αλλεπάλληλες «ξυλιές» της βέργας του «δασκάλου», αποφάσισε να γίνει «πρώτος μαθητής» και να επανακτήσει τη χαμένη εύνοια και αναγνώριση.

Φουσκώνουμε από υπερηφάνεια, όταν μας λένε πόσο καλά τα πήγαμε με την «καραντίνα», πόσο πειθαρχημένα και «καλά» παιδιά έχουμε γίνει. Το τραύμα της ντροπής ή και της ενοχής απωθείται, νομίζοντας ότι έτσι έχουμε αφήσει πίσω μας το στίγμα μιας – για την ώρα – προβληματικής ακόμη κοινωνίας ή ενός ανοργάνωτου κράτους.

Η επιστήμη της Ψυχολογίας διδάσκει όμως ότι η απώθηση δε συνιστά αληθινή θεραπεία – αντιθέτως την εμποδίζει. Ούτως ή αλλιώς, ως λαός, οι Έλληνες είμαστε προικισμένοι με πολλές ικανότητες και με εκπληκτικές ποιότητες – έχουμε το δικό μας μοναδικό χαρακτήρα, τον οποίο οφείλουμε να εκφράζουμε, αλλά και να βελτιώνουμε. Δε χρειάζεται λοιπόν να πείσουμε κανένα για την αξία μας, ούτε να συνδέουμε την εθνική μας αυτοεκτίμησή με εξωτερικούς επαίνους.

Σκύλλα και Χάρυβδη

Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο παράγοντας του φόβου ήταν ο κυρίαρχος παράγοντας των τελευταίων πολλών εβδομάδων. Και αυτό δεν ήταν καλό. Η ανθρωπότητα βρέθηκε συμβολικά σε μια κατάσταση μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης – σε μια συνθήκη ακραίου φόβου. Η Χάρυβδη θα μπορούσε να συμβολίζει το φόβο του θανάτου από κορωναϊό, ενώ η Σκύλλα την κατάλυση της κοινωνικής-οικονομικής ζωής και των υπολοίπων δεινών που επακολούθησαν ή έπονται.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν καταφέραμε να περάσουμε ανάμεσα τους – όπως ο Οδυσσέας – και να συνεχίσουμε αλώβητοι ή έστω με μικρές απώλειες το ταξίδι μας. Ο υπερβολικός φόβος – ο τρόμος – για τη Χάρυβδη μας οδήγησε οικειοθελώς και απευθείας στην αγκαλιά της Σκύλλας, σε ένα φαινομενικά «μικρότερο κακό».

Τα δεινά είναι λίγο πολύ γνωστά και πλέον ορατά από όλους. Θα ήθελα ωστόσο να αναφερθώ και πάλι συνοπτικά σε αυτά, γιατί αισθάνομαι ότι οι εξελίξεις μπορεί να είναι ραγδαίες και η συνειδητοποίηση του διακυβεύματος πολύ ωφέλιμη. Η δημόσια συζήτηση για την πανδημία έρχεται άλλωστε για να μείνει και καλό θα ήταν να πορευτούμε στο εξής με μεγαλύτερη σύνεση, ευφυΐα αλλά και ενότητα.

Το διακύβευμα

Δε θα τολμήσω να σας πω θεωρίες συνωμοσίας, αν και η λαϊκή σοφία μας διδάσκει ότι δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. Και μιλάμε για πολύ καπνό.. Πέραν τούτου, οι θεωρίες συνωμοσίας τις περισσότερες φορές είναι αντιπαραγωγικές και – επειδή ακριβώς είναι θεωρίες συνωμοσίας – πολύ δύσκολο να αποδειχτούν, τουλάχιστον εκ των προτέρων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι υπάρχει πλέον μεγάλη έλλειψη εμπιστοσύνης και αυτό τρέφει κάθε θεωρία συνωμοσίας.

Από την άλλη πλευρά, η έντονη δημοκρατική μου συνείδηση δε με αφήνει να σιωπήσω. Από πότε οφείλω να προσκομίζω αποδείξεις που να τεκμηριώνουν θεωρίες συνωμοσίας, για να πάρω πίσω τα συνταγματικά μου δικαιώματα και τις ατομικές μου ελευθερίες;; Εκείνα που μου αφαιρέθηκαν! Το δικαίωμα στο να βγάλω το ψωμί μου, στην αυτοδιάθεση, τη συνάθροιση, την αγκαλιά με τους φίλους και με τα αγαπημένα μου πρόσωπα, την ελεύθερη επιλογή για μια ιατρική πράξη όπως ένα εμβόλιο. Ποιο άρθρο του Συντάγματος λέει ότι αν μερίδα – συμπαθών κατά τ’ άλλα – επιστημόνων «ανησυχήσει» πολύ, αναστέλλεται η λειτουργία του;;

Γιατί μου δείχνετε εικόνες με στρατιωτικά οχήματα που μεταφέρουν νεκρούς, χωρίς να διευκρινίζετε ότι στην Ιταλία οι «νεκροθάφτες» απαγορεύεται να μεταφέρουν νεκρούς από κορονοϊό; Γιατί αναφέρεστε μόνο σε απόλυτους αριθμούς θανάτων – χωρίς καμία αναφορά στους θανάτους της γρίπης, μεσοσταθμικά, τα προηγούμενα χρόνια; Γιατί όχι στα συντριπτικά ποσοστά ίασης; Γιατί το «Σουηδικό μοντέλο» υποτίθεται ότι απέτυχε παταγωδώς, όταν ο αριθμός των θανάτων βρίσκεται στον ετήσιο μέσο όρο; Γιατί κανείς δεν αναφέρει ότι το συντριπτικό ποσοστό θανάτων από κορονοϊό αφορά ανθρώπους σε ηλικία άνω του προσδόκιμου ζωής; Γιατί όποιος το αναφέρει γελοιοποιείται ή βαφτίζεται «συνωμοσιολόγος»; Γιατί καθημερινά εξαφανίζονται από το διαδίκτυο εκατοντάδες άρθρα, μελέτες, συνεντεύξεις, ντοκιμαντέρ, που υποστηρίζουν την άλλη άποψη; Τι είδους κακόγουστο αστείο είναι αυτό; Μας λογοκρίνετε;; Θα περάσει το άρθρο ετούτο άραγε τη λογοκρισία;;

Γνωρίζετε ότι ο εγκλεισμός, αλλά κυρίως ο φόβος, αδυνατίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα – τον βασικότερο σύμμαχο και καλύτερό μας φίλο;;
Δεν προσάπτω στους πολιτικούς μας «συνωμοσιολογικά» κίνητρα. Σε καμία περίπτωση. Ειδικά στην Ελλάδα. Μάλλον πρόκειται – δυστυχώς – για μια νέα μορφή λαϊκισμού και την αδυναμία κατανόησης του διακυβεύματος, που δεν είναι άλλο από την ίδια τη Δημοκρατία.

Η «νέα οικονομία» της επανεκκίνησης μετά τον εγκλεισμό, αρχίζει ήδη να διαφαίνεται ως ένας απελπιστικός παραλογισμός, με μάσκες – υποχρεωτικά – για πολλούς ανθρώπους που θέλουν και έχουν ανάγκη να εργαστούν (έχετε δοκιμάσει να εργαστείτε 8 ώρες φορώντας μάσκα;;). Η οικονομία και η κοινωνία, γίνεται όμηρος της πολιτικής ισχυρογνωμοσύνης και του πειθαναγκασμού.

Νέα πιστοποιητικά – «ιατρικών» αυτή τη φορά – φρονημάτων ετοιμάζονται, για να αισθανόμαστε στο μέλλον όλοι ασφαλείς. Τι θα προβλέπεται άραγε για εκείνους που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ενός τέτοιου «πιστοποιητικού»;

Στο παρελθόν υπήρξαν ουκ ολίγες σκοτεινές εποχές, όπου άνθρωποι – μειοψηφίες – βαφτίστηκαν επικίνδυνοι και εξοντώθηκαν – φυσικά, ηθικά, οικονομικά ή κοινωνικά. Πάντα για το «καλό» των υπολοίπων, πάντα στο όνομα της ασφάλειας, πάντα μπροστά σε κάποια επικείμενη απειλή και πάντα μέσω καλλιέργειας και εργαλειοποίησης των φόβων του όχλου. Ωστόσο, ο σεβασμός της μειοψηφίας είναι που φανερώνει το δημοκρατικό ήθος της εκάστοτε κοινωνίας, ενώ όπως αναφέρει παραπάνω και ο Reichelt, «Είναι δυνατόν – αλλά σε καμία περίπτωση βέβαιο – ότι ορθό είναι εκείνο που νομίζει ως τέτοιο η μεγάλη πλειοψηφία».

«Αναρίθμητες θηριωδίες του παρελθόντος και του παρόντος έχουν γίνει στο όνομα του νόμου. Καλοί πολίτες πήραν μέρος σε αυτές, ακόμη κι αν ο άνθρωπος μέσα τους, είχε ανατριχιάσει. Ενίοτε η διαφορά ανάμεσα στον υπάκουο πολίτη και τον αληθινό άνθρωπο είναι τεράστια.» (Johann Wolfgang Denzinger – «Η Οδύσσεια μέσα μας», Εκδόσεις Χείρωνας)

Το παράδοξο και η ευλογία του ιού

Νομίζω, τέλος, ότι παρ’ όλα αυτά χρωστάμε στον ιό αυτό ένα μεγάλο ευχαριστώ! Απ’ όπου και αν προήλθε και ανεξαρτήτως της προφανούς εργαλειοποίησής του έως τώρα, έχει καταφέρει να μας μάθει πολλά.

Μας υπενθύμισε, έστω για λίγο, τη θνητή μας φύση. Και αυτό είναι καλό! Γιατί πολλοί -πάρα πολλοί – ζούσαμε λες και δεν υπάρχει θάνατος, λες και είμαστε αθάνατοι. Μας έκανε να εκτιμήσουμε απλά πράγματα, να ξανασχεδιάσουμε την καθημερινότητά μας με έναν πιο ανθρώπινο τρόπο, να έρθουμε πιο κοντά στα παιδιά μας ή σε αγαπημένους μας ανθρώπους, να ανακαλύψουμε το ουσιαστικό σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.

Άσκοπες μετακινήσεις, επιφανειακές κοινωνικές επαφές και περιττές δραστηριότητες περιορίστηκαν. Και μαζί τους μειώθηκε η ρύπανση και κάθε είδους άλλη επιβάρυνση που προκαλούν στο περιβάλλον οι φρενήρεις, μέχρι πρότινος, ρυθμοί της καθημερινότητας.

Πολλοί μιλούν για μια νέα, αναβαθμισμένη ανθρώπινη συνειδητότητα, που αναδύεται ή πρόκειται να αναδυθεί τα επόμενα χρόνια (ή και αιώνες..). Πολλοί μιλούν για συλλογική αφύπνιση, για ένα νέο κόσμο και μια νέα εποχή που θέλει να ανατείλει. Ας μην λησμονούμε την προϋπόθεση της ελεύθερης βούλησης και το προαπαιτούμενο της απελευθέρωσης των συνειδήσεών μας από το φόβο!


ΠΗΓΗ: » enallaktikidrasi.com